- σηψιρριζία
- η, Ν1. βοτ. το σάπισμα τών ριζών τών φυτών, φυτονόσος κατά την οποία συντελείται η αποσύνθεση τών ιστών τής ρίζας τών φυτών και η οποία προκαλείται από πολλά είδη μυκήτων2. φρ. «ξηρή συψιρριζία»βοτ. ασθένεια τών εσπεριδοειδών που προκαλεί μεγάλες καταστροφές στους οπωρώνες με την αργή ή και ακαριαία ξήρανση τών δέντρων και τής οποίας τα αίτια δεν έχουν εξακριβωθεί πλήρως, μολονότι, κατά την επικρατέστερη άποψη, οφείλονται σε ένα σύμπλοκο μυκήτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σήψη / σῆψις + -ρριζία (< ρίζα)].
Dictionary of Greek. 2013.